- ἀνάτονος
- ἀνά-τονος, sich aufwärts erstreckend, gespannt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Ποριώτης — ο, θηλ. Ποριώτισσα 1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο 2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek